πανεύσημος

πανεύσημος
-ον, Μ
πολύ επίσημος, διακεκριμένος («ἐπιστάτης τῆς πανευσήμου ἡμέρας τῆς Χριστοῡ ἀναστάσεως», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + εὔσημος «ευοίωνος, διάσημος, ένδοξος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”